-
1 περίπτερο
[пэпиптэро] ουσ. о. киоск, павильон,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > περίπτερο
-
2 беседка
-
3 киоск
-
4 ларёк
-
5 павильон
-
6 палатка
палатка ж 1) η τέντα, η σκηνή; поставить (или разбить) \палаткау στήνω τέντα 2) (ларёк) το περίπτερο* * *ж1) η τέντα, η σκηνήпоста́вить ( или разби́ть) пала́тку — στήνω τέντα
2) ( ларёк) το περίπτερο -
7 киоск
-а α.περίπτερο, κιόσκι•газетный киоск περίπτερο εφημερίδων.
-
8 лавка
-
9 палатка
-и θ.1. σκηνή, αντίσκηνο•лагерная палатка σκηνή εκστρατείας•
разбить -у στήνω τη. σκηνή.
2. περίπτερο, κιόσκι.εκφρ.προ•палатка бирная палатка – δοκιμαστήριο, περίπτερο ελέγχου πολύτιμων μετάλλων, νομισμάτων κ.τ.τ. -
10 киоск
το περίπτερο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > киоск
-
11 павильон
το περίπτεροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > павильон
-
12 палатка
1. (из непромокаемой ткани, натянутой на каркас) η σκηνή*ставить - у στήνω τη - 2 (лёгкая постройка с прилавком) το περίπτερο, το κιόσκι (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > палатка
-
13 беседка
беседкаж τό κιόσκι, τό περίπτερο[ν] κήπου, ἡ σκιάς. -
14 газетный
газет||ныйприл τής ἐφημερίδας:\газетныйная статья τό αρθρο ἐφημερίδας· \газетныйный стиль τό δημοσιογραφικό στυλ· \газетныйная бумага ὁ τυπογραφικός χάρτης· \газетныйный киоск τό περίπτερο ἐφημερίδων. -
15 киоск
киоскм τό περίπτερο[ν], τό κιόσκι. -
16 ларек
ларекм τό μαγαζάκι, τό περίπτερο. -
17 павильон
павильонм τό περίπτερο[ν]. -
18 палатка
палатк||аж1. ἡ σκηνή, τό τσαντίρι, τό ἀντίσκηνο:походная \палатка ἡ σκηνή ἐκστρατείας· плащ\палатка τό ἀντίσκηνο[ν]· разбить \палаткау στήνω σκηνή·2. (торговая) τό περίπτερο / τό κιόσκι (киоск). -
19 приемный
приемн||ыйприл1. τής ὑποδοχής, τής ἀκροάσεως:\приемныйые часы ὠρες ἀκροάσεως· 2.:\приемныйые испытания είσιτήριοι ἐξετάσεις· \приемныйая комиссия ἡ ἐπιτροπή είσαγωγικών ἐξετάσεων3. (об отце, сыне и т. п.) θετός:\приемный отец ὁ ψυχοπατέρας, ὁ θετός πατήρ· \приемныйая дочь ἡ ψυχοκόρη, ἡ θετή κόρη, ἡ παρακόρη· \приемный сын ὁ ψυχογιός, ὁ θετός υἱός· ◊ \приемный покой ἡ αίθουσα παραλαβής ἀσθενών \приемный пункт τμήμα (или περίπτερο) παραλαβής. -
20 беседка
[μπισιέτκα] ουσ θ. περίπτερο
- 1
- 2
См. также в других словарях:
περίπτερο — το, Ν 1. μικρό μεμονωμένο κτίσμα σε κήπους κατάλληλο για ανάπαυση ή σε εξοχές ως κέντρο αναψυχής ή και για προφύλαξη από τις καιρικές μεταβολές 2. μικρό ξύλινο κτίσμα σε πεζοδρόμια ή σε πλατείες, όπου πωλούνται διάφορα μικροαντικείμενα, όπως λ.χ … Dictionary of Greek
περίπτερο — το 1. ξύλινο χτίσμα στο πεζοδρόμιο, όπου πουλούν διάφορα μικροαντικείμενα (εφημερίδες, τσιγάρα κτλ.). 2. χτίσματα σε πάρκα για ανάπαυση ή καταστήματα σε έκθεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
περιπτεράς — ο, θηλ. ού, Ν [περίπτερο] ο ιδιοκτήτης περιπτέρου ή αυτός που εργάζεται σε περίπτερο … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
εξωτισμός — Τάση επιλογής, στην καλλιτεχνική και λογοτεχνική παραγωγή, θεμάτων και μοτίβων, γεγονότων και μορφών, συνηθειών και τοπίων άλλων χωρών, εξαιρετικά πλούσιων σε γραφικότητα και τοπικό χρώμα, έτσι που, με τη συνδρομή του στοιχείου του ερωτισμού ή… … Dictionary of Greek
Κουρμπέ, Γκιστάβ — (Gustav Courbet, Ορνάν, Γαλλία 1819 – Λα Τουρ ντε Πελζ, Ελβετία 1877). Γάλλος ζωγράφος. Στην Ορνάν, όπου ξεκίνησε τις σπουδές του, συνδέθηκε φιλικά με τον Μαξ Μπισόν. Αργότερα, γράφτηκε στο κολέγιο της Μπεζανσόν (1837) και μελέτησε σχέδιο με τον… … Dictionary of Greek
Μάγερλινγκ — (Mayerling). Τοποθεσία της Κάτω Αυστρίας, που αποτελεί μέρος της κοινότητας της Αλάντ. Βρίσκεται σε απόσταση 24 χλμ. από τη Βιέννη, πάνω στον ποταμό Σβέχατ, παραπόταμο του Δούναβη. Στις 30 Ιανουαρίου του 1889, στο κυνηγετικό περίπτερο του Μ.… … Dictionary of Greek